προεργασία

προεργασία
προεργ-ᾰσία, ,
A previous cultivation, prob. in POxy.1270.47(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεργασία — η προετοιμασία: Κάθε σοβαρό έργο χρειάζεται προεργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προεργασία — η, Ν προκαταρκτική εργασία, προπαρασκευαστική εργασία, προετοιμασία, προπαρασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεργάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμασία — η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω] προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες») αρχ. μσν. 1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ. β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μικροδομή — η (χημ. μεταλλ.) η κρυσταλλική δομή ενός μετάλλου ή κράματος η οποία είναι δυνατό να παρατηρηθεί μόνο στο οπτικό μικροσκόπιο ή στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, μετά από κατάλληλη προεργασία τών δοκιμίων, αλλ. μικροκρυσταλλική δομή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • προϋπεργασία — ἡ, Α [προϋπεργάζομαι] 1. προεργασία, προετοιμασία 2. (ρητ.) προπαρασκευή, προεισαγωγή στο θέμα …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”